εὐπρόσιτος — easy of access masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσιτώτερον — εὐπρόσιτος easy of access masc acc comp sg εὐπρόσιτος easy of access neut nom/voc/acc comp sg εὐπρόσιτος easy of access adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσίτως — εὐπρόσιτος easy of access adverbial εὐπρόσιτος easy of access masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρόσιτον — εὐπρόσιτος easy of access masc/fem acc sg εὐπρόσιτος easy of access neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσίτου — εὐπρόσιτος easy of access masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσίτους — εὐπρόσιτος easy of access masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσίτῳ — εὐπρόσιτος easy of access masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρόσιτα — εὐπρόσιτος easy of access neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρόσιτοι — εὐπρόσιτος easy of access masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπρόσοδος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσοδος, ον) (για τόπους) αυτός προς τον οποίο είναι εύκολη η πρόσβαση, ο ευπρόσιτος αρχ. 1. (για πρόσ.) ευπρόσιτος, ευπροσήγορος, καταδεκτικός 2. ενεργ. αυτός που πλησιάζει εύκολα, ο ευάγωγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρόσ οδος] … Dictionary of Greek